- εὐστόχως
- D0-2-0-0-0=2 1 Kgs 22,34; 2 Chr 18,33with a good aim
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
εὐστόχως — εὔστοχος well aimed adverbial εὔστοχος well aimed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύστοχος — η, ο (ΑΜ εὔστοχος, ον) 1. αυτός που χτυπάει τον στόχο του με επιτυχία («εὔστοχον ὅπλον») 2. ο ευφυής, ο έξυπνος 3. αυτός που συμπεραίνεται ή υπολογίζεται σωστά 4. το ουδ. ως ουσ. το εύστοχο(ν) η ευστοχία νεοελλ. αυτός που συντελεί σε επιτυχία, ο… … Dictionary of Greek
εύβολος — εὔβολος, ον (Α) 1. αυτός που ρίχνει με ευστοχία τον βόλο, το ζάρι («Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος») 2. αυτός που αναφέρεται στην εύστοχη ζαριά 3. ο επιτυχημένος, ο εύστοχος («εὔβολος ἄγρη», Οππ.). επίρρ... εὐβόλως 1. φρ. «ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων»… … Dictionary of Greek
πανευστόχως — Μ εξαιρετικά εύστοχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐστόχως «με επιτυχία»] … Dictionary of Greek